ὀρθότερα

ὀρθότερα
ὀρθός
straight
neut nom/voc/acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοτέρα — ὀρθοτέρᾱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc comp dual ὀρθοτέρᾱ , ὀρθός straight fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιμωλία — (ορθότερα, κατ’ αντιμωλίαν). Παλαιός αλλά καθιερωμένος, αποκλειστικά νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να διατυπώσει συνοπτικά το γεγονός ότι μια δίκη έγινε ή διεξάγεται με τους διαδίκους παρόντες. To αντίθετο είναι η ερήμην δίκη. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοτέραν — ὀρθοτέρᾱν , ὀρθός straight fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροκινητήρας — Κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου. Ορθότερα, ανεμοκινητήρας (βλ. λ.). Α. λέγεται και η κινητήρια μηχανή των βαρύτερων του αέρα πτητικών συσκευών, που προκαλεί την ανύψωση των αεροσκαφών (βλ. λ. αεροπλάνο). * * * ο τεχνολ. κινητήρας …   Dictionary of Greek

  • αλιάνιστος — η, ο βλ. ορθότερα αλειάνιστος …   Dictionary of Greek

  • αλλοίθωρος — αλλοιθωρίζω κ.λπ. βλέπε ορθότερα αλλήθωρος, αλληθωρίζω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”